δεσμευτής

δεσμευτής
δεσμ-ευτής, οῦ, ,
A one who binds, Sch. Opp.H.3.373.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δεσμευτής — Υλικό που εμφανίζει έντονη χημική συγγένεια με άλλα υλικά. Το υλικό αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την απομάκρυνση ανεπιθύμητων ατόμων ή μορίων από ένα περιβάλλον. Για παράδειγμα, το βάριο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να απομακρύνει… …   Dictionary of Greek

  • δεσμευτήν — δεσμευτής one who binds masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδητής — και δωρ. τ. πεδητάς, ὁ, Α [πεδῶ] 1. αυτός που δεσμεύει κάποιον, δεσμευτής 2. μτφ. αυτός που κωλύει, εμποδίζει κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”